φθόνος

φθόνος
φθόνος, ,
A ill-will or malice, esp. envy or jealousy of the good fortune of others (Pl.Def.416b, Arist.Rh.1387b22), Pi.O.8.55, etc.;

φθόνῳ

through envy,

Hdt.3.30

, 9.71; opp. εὔνοια, Pl.Lg.635b; opp. ἔπαινος, Lys.24.1; ἴσχει ὄλβος φθόνον incurs envy, Pi.P.11.29, cf. Isoc.5.68;

φθόνον πρὸς ἀστῶν ἀλφάνουσι E.Med.297

;

φθόνῳ χρῆσθαι πρὸς τὰ παιδικά Pl.Phdr.253b

; κρέσσων οἰκτιρμοῦ φθόνος better to be envied than pitied ! Pi.P.1.85, cf. And.2.6;

πρὸς γὰρ τὸν ἔχονθ' ὁ φ. ἕρπει S.Aj.157

(anap.), cf. OT382;

ἐς τἀπίσημα δ' ὁ φ. πηδᾶν φιλεῖ E.Fr.294

; φ. συνεστιώμενος, of wealth, Secund.Sent.9;

φ. [ἐστὶ] τοῖς ζῶσι πρὸς τὸ ἀντίπαλον Th.2.45

;

κατὰ φθόνον A.Eu.686

, Pl.Grg. 457d;

σὺν φθόνῳ E.Andr.780

(lyr.);

διὰ φθόνον Ep.Phil.1.15

: c. gen. objecti, envy for, jealousy of,

τῶν πεπραγμένων Lys.2.48

; φθόνον δὲ σωμάτων ἕξει θεός i.e. will grudge, deny, A.Pr.859: c. gen. subj., envy or jealousy felt by another, Pl.Hp.Ma.282a; also

φ. ἐφ' ἑτέροις Plu.2.39e

, etc.;

εἴς τινα AP6.257

(Antiphil.);

πρός τινα Luc.Rh.Pr.22

: pl., envyings, jealousies, heartburnings, Isoc. 15.163, Pl.Lg.679c, 801e, etc.
b a cause for indignation, a reproach,

ἀποκτείνειν φθόνος [ἐστὶ] γυναῖκας E.Hec.288

.
2 esp. jealousy of the gods (cf.

φθονερός 1.2

),

θεῶν φ. A.Pers.362

, Ag.947;

φ. μὴ γένοιτό τις θεῶν E.Alc.1135

: hence abs.,

τὸν φ. δὲ πρόσκυσον S.Ph.776

;

εὐλαβούμενος φθόνον D.18.305

.
II refusal from feelings of ill-will or envy, grudging, φθόνος μὲν οὐδεὶς . . A.Pr.628; οὐδεὶς φ. or φ. οὐδείς, c. inf., said in granting a request willingly,

ἃ τυγχάνω ἀκηκοώς, φ. οὐδεὶς λέγειν Pl.Phd.61d

;

οὐδεὶς . . φ. αὐτῷ διελθεῖν αὐτά Id.Sph.217a

, cf. b. Lg.641d, 664a.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φθόνος — φθόνος, ο και φτόνος, ο το να αισθάνεται κανείς λύπη για την ευτυχία του άλλου, ζηλοφθονία, ζηλοτυπία, ζήλια, κακεντρέχεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθόνος — ill will masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνος — ο, ΝΜΑ, και φτόνος Ν το αρνητικό αίσθημα τής λύπης που νιώθει κανείς για την υπεροχή, τη χαρά ή την ευτυχία τού άλλου, ζηλοφθονία αρχ. 1. άρνηση που οφείλεται στο παραπάνω αίσθημα ή σε δυσμένεια 2. αιτία μομφής και δυσφημίας («ἀποκτείνειν φθόνος… …   Dictionary of Greek

  • Τοῖς διὰ τῆς δόξης βαδίζουσιν ἀκολουθεῖ φθόνος. — См. Где счастье, там и зависть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • φθόνω — φθόνος ill will masc nom/voc/acc dual φθόνος ill will masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνε — φθόνος ill will masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνοι — φθόνος ill will masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνοις — φθόνος ill will masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνον — φθόνος ill will masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνου — φθόνος ill will masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθόνους — φθόνος ill will masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”